ἀβλέφαρος

ἀβλέφαρος
ἀβλέφᾰρος, ον,
A without eyebrows, AP11.66 (Antiphil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αβλέφαρος — (ablepharus). Γένος ερπετών της οικογένειας των σαυριδών. Γνωστότερα είναι δύο είδη: η α. η αβλέφαρη,που έχει μήκος 10 12 εκ. και ζει στις θερμές χώρες και η α. η πανονική, που έχει μήκος 8 10 εκ. και ζει στην Ευρώπη, από την Ουγγαρία μέχρι τη… …   Dictionary of Greek

  • αβλέφαρος — η, ο αυτός που δεν έχει βλέφαρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀβλεφάρους — ἀβλέφαρος without eyebrows masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”